- ορφάνεμα
- και αρφάνεμα, το (Α ὀρφάνευμα) [ορφανεύω]η κατάσταση τού ορφανού, ορφάνια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορφάνεμα — το, ατος και ορφάνια, η η κατάσταση του ορφανού, η έλλειψη προστάτη: Το ορφάνεμα γίνεται με το χαμό της μάνας, όχι του πατέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)